ἀστάθμητος

ἀστάθμητος
ἀστάθμ-ητος, ον,
A unsteady, unstable, ἀστέρες, = πλανῆται, X.Mem.4.7.5; of persons,

ὁ δῆμος -ότατον πρᾶγμα D.19.136

, cf. Ar.Av.169, Pl.Ly.214d; of life,

ἀ. αἰών E.Or.981

(lyr.); τὸ ἀ. τοῦ μέλλοντος the uncertainty of . . , Th. 4.62;

τῆς συμφορᾶς Id.3.59

; τύχης -ότερον οὐδέν Ph.2.85. Adv.

-τως D.Chr.4.122

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀστάθμητος — unsteady masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστάθμητος — η, ο (AM ἀστάθμητος, ον) [σταθμώ] 1. ο αζύγιστος 2. ο αβαρής 3. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες») 4. ο ασυλλόγιστος αρχ. 1. ο κινητός, ο άστατος 2. ο αβέβαιος, ο ευμετάβολος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • αστάθμητος — η, ο άδηλος, αβέβαιος, αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί από πρωτύτερα: Αστάθμητοι παράγοντες ανατρέψανε την πορεία των γεγονότων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσταθμητότερον — ἀστάθμητος unsteady adverbial comp ἀστάθμητος unsteady masc acc comp sg ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμητότατον — ἀστάθμητος unsteady masc acc superl sg ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμήτως — ἀστάθμητος unsteady adverbial ἀστάθμητος unsteady masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστάθμητον — ἀστάθμητος unsteady masc/fem acc sg ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμητοτάτῳ — ἀστάθμητος unsteady masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμητότερα — ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμητότεροι — ἀστάθμητος unsteady masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμήτοις — ἀστάθμητος unsteady masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”